- οἰκτρότερ'
- οἰκτρότερα , οἰκτρόςpitiableneut nom/voc/acc comp plοἰκτρότερε , οἰκτρόςpitiablemasc voc comp sgοἰκτρότεραι , οἰκτρόςpitiablefem nom/voc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.